Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

1) η κίνηση 2) (

  • 1 κίνηση

    [-ις (-εως)] η
    1) е разн. знач движение;

    η περιστροφική κίνηση — вращательное движение;

    χαριτωμένες κίνήσεις — изящные движения;

    μεγάλη κίνηση — большое движение;

    τροχαία κίνηση — а) уличное движение; — б) служба регулирования уличного движения;

    κίνηση πληθυσμού — движение народонаселения;

    κίνηση ταμείου — оборот кассы;

    κίνηση στα άδεια ( — или νεκρά) — холостой ход;

    θέτω ( — или βάζω) σε κίνηση — приводить в движение; — пускать в ход;

    μπαίνω σε κίνηση — приходить в движение;

    2) оживление, оживлённость; активность;

    η εμπορική κίνηση — коммерческая активность;

    παρατηρείται κάποια κίνηση — наблюдается, чувствуется какое-то оживление;

    3) передвижение (войск);
    4) кив5ние, кивок;

    κίνηση της κεφαλής — кивок головы;

    § κίν ιδεών — а) борьба идей; — б) развитие мысли;

    εκπολιτιστική κίν — культурная жизнь;

    έξοδα κίνήσεως — командировочные расходы;

    κίνηση αγωγής — возбуждение (судебного) дела; — предъявление (судебного) иска

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κίνηση

  • 2 κινήση

    κῑνήση, κίνησις
    motion: fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    ——————
    κῑνήσηι, κίνησις
    motion: fem dat sg (epic)
    κῑνήσῃ, κινέω
    set in motion: aor subj mid 2nd sg
    κῑνήσῃ, κινέω
    set in motion: aor subj act 3rd sg
    κῑνήσῃ, κινέω
    set in motion: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > κινήση

  • 3 κινήσῃ

    Βλ. λ. κινήση

    Morphologia Graeca > κινήσῃ

  • 4 κίνηση

    [киниси] ουσ. Θ. движение.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κίνηση

  • 5 κίνηση

    [киниси] ουσ θ движение.

    Эллино-русский словарь > κίνηση

  • 6 κίνηση

    (κυκλοφορία)
    el tr'ansit

    Griechisch-Katalanisch Wörterbuch > κίνηση

  • 7 κίνηση

    потег
    движење
    κυκλοφορία
    cообраќаj
    cообраќаj
    движење

    Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κίνηση

  • 8 κίνηση

    1) agitation
    2) animation
    3) circulation
    4) mouvement

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > κίνηση

  • 9 κίνηση

    1) poruszanie (n) rzecz.
    2) poruszenie (n) rzecz.
    3) posunięcie (n) rzecz.
    4) ruch (m) rzecz.

    Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό > κίνηση

  • 10 κίνηση

    1) chod
    2) hnutí
    3) pohyb

    Ελληνικά-Τσεχικής chlovar > κίνηση

  • 11 κίνηση

    1) motion
    2) move
    3) movement
    4) turnover

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κίνηση

  • 12 τηλεφωνική κίνηση

    el tr'ansit telef'onic

    Griechisch-Katalanisch Wörterbuch > τηλεφωνική κίνηση

  • 13 mouvement

    κίνηση

    Dictionnaire Français-Grec > mouvement

  • 14 hnutí

    κίνηση

    Česká-řecký slovník > hnutí

  • 15 poruszanie

    κίνηση

    Słownik polsko-grecki > poruszanie

  • 16 posunięcie

    κίνηση

    Słownik polsko-grecki > posunięcie

  • 17 движение

    ουδ.
    1. κίνηση•

    вращательное движение περιστροφική κίνηση•

    ритмическое движение ρυθμική κίνηση•

    поступательное движение βαθμιαία κίνηση•

    прийти в движение μπαίνω σε κίνηση•

    нет материи без -я и движение без материи δεν υπάρχει ύλη χωρίς κίνηση και κίνηση χωρίς ύλη•

    вечное движение η αέναη κίνηση της ύλης•

    равномерное движение ομοιόμορφη κίνηση•

    колебательное движение παλμική κίνηση•

    резкое движение απότομη κίνηση.

    || κυκλοφορία•

    движение поездов η κίνηση των τραίνων•

    трамвайное движение κίνηση των τραμ•

    правила уличного -я οδικός κώδικας κυκλοφορίας•

    товарное движение η κυκλοφορία εμπορευμάτων•

    железнодорожное движение σιδηροδρομική κίνηση•

    естественные -я сердца φυσιολογικές κινήσεις της καρδιάς.

    2. κίνημα•

    революционное движение επαναστατικό κίνημα•

    движение сторонников мира το κίνημα των οπαδών της ειρήνης•

    национально-освободительное движение εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα•

    забастовочное движение απεργιακό κίνημα•

    движение сопротивления το κίνημα της αντίστασης•

    аграрное движение αγροτικό κίνημα•

    рабочее движение εργατικό κίνημα.

    3. αύξηση, προσαύξηση•

    движение народонаселения η αύξηση του πληθυσμού.

    Большой русско-греческий словарь > движение

  • 18 ход

    -а (ходу), προθτ. в -е κ. в -у, на -е κ. на -у, πλθ. ходы κ. хода κ. хода α.
    1. (в -е, на -у)• κίνηση, μετακίνηση• βάδισμα• πορεία•

    ход вперд κίνηση προς τα μπρος•

    ход поезда η κίνηση του τρένου•

    тихий ход σιγανή κίνηση•

    полным -ом μ όλη την ταχύτητα, (ναυτ.) πλησίστιος•

    средний ход μέση ταχύτητα•

    два часа -у δυο ώρες κίνησης ή πορείας•

    дать ход передний, задний δίνω κίνηση μπρος, πίσω• κάνω μπρος, πίσω•

    пустить в -βάζω μπρος• (σε κίνηση)•

    работы идут полным -ом οι εργασίες γίνονται με ταχύτατους ρυθμούς•

    всё пошло в ход όλα μπήκαν σε κίνηση•

    на -у он приседал αυτός βάδιζε λίγο σκυφτά•

    по -у узнавать кого από το βάδισμα γνωρίζω κάποιον.

    || η ταχύτητα•

    замедлить ход ελαττώνω την ταχύτητα.

    || παλ.εκκλσ. πομπή• λιτανεία•

    крестный ход η περιφορά του σταυρού.

    2. μτφ. εξέλιξη• πορεία•

    ход событий η εξέλιξη των γεγονότων•

    ход сражения η εξέλιξη της μάχης•

    постепенный ход βαθμιαία εξέλιξη•

    ход исторического развития η πορεία της ιστορικής εξέλιξης.

    3. λειτουργία•

    плавный ход мотора ομαλή (κανονική) λειτουργία του μοτέρ•

    4. κίνηση με, δια•

    колсный ход η κίνηση με τροχούς•

    гусеничный ход η κίνηση με ερπύστρια•

    коляска на резиновом -у καροτσάκι με λαστιχένιες ρόδες.

    5. κίνηση• ξεκίνημα (στο παίξιμο)•

    ход пешкой η κίνηση με το πιόνι•

    ход тузом το παίξιμο με τον άσο.

    || η σειρά έναρξης•

    твой ход η σειρά σου (να παίξεις).

    6. τρόπος, κόλπο, μανούβρα.
    7. (μουσ.)• μετάπτωση, πέρασμα, μεταλλαγή.
    8. είσοδος•

    ход парадный η κύρια είσοδος•

    чрный ход η είσοδος υπηρεσίας, η πισόπορτα•

    ход со двора είσοδος από την αυλή•

    потайной ход κρυφή είσοδος•

    комната с отдельным -ом δωμάτιο με ξεχωριστή (ιδιαίτερη) είσοδο.

    || δίοδος, πέρασμα, διάβαση•

    подземный ход υπόγεια βιάβαση.

    || μέρος πολυδιάβατο, με μεγάλη κίνηση.
    εκφρ.
    на -у – στα γρήγορα, στα πεταχτά•
    ход (ходы, ходы) • – (στρατ.) όρυγμα επικοινωνίας•
    полный -! – (παράγγελμα)• τάχιστα!•
    -ом! – (απλ.) γρήγορα, ταχιά•
    своим -ом – με το δικό μου τρόπο•
    дело идёт своим -ом – η υπόθεση ακολουθεί την πορεία της•
    - у дать – φεύγω το βάζω στα πόδια•
    дать ход – α) ξεκινώ, βάζω μπρος•
    шофр дал ход – ο σωφέρης ξεκίνησε, β) κατευθύνω στον κανονικό δρόμο•
    не дать -у – εμποδίζω την ανάπτυξη ικανοτήτων•
    пойти в - – πιάνω, διαδίδομαι, χρησιμοποιούμαι ευρύτατα.• пустить в ход βάζω σε χρήση, κυκλοφορία• εφαρμόζω•
    дело пошло в ход – η υπόθεση (η δουλειά) ξεκίνησε.

    Большой русско-греческий словарь > ход

  • 19 движение

    движени||е
    с
    1. τό κίνημα, ἡ κίνηση[-ις]:
    вращательное \движение ἡ περιστροφική κίνηση· поступательное \движение ἡ ἀνέλιξη, ἡ ἐξελικτική πορεία· приводить в \движение θέτω είς κίνησιν, βάζω σέ κίνηση· приходить в \движение μπαίνω σέ κίνηση, τίθεμαι είς κίνησιν вольные \движениея спорт. οἱ ἐλεύθερες ἀσκήσεις·
    2. (общественное) τό κίνημα, ἡ κίνηση [-ις]:
    революционное \движение τό ἐπαναστατικό κίνημα· рабочее \движение τό ἐργατικό κίνημα· национально-освободительное \движение τό ἐθνικοαπελευθερωτικό κίνημα· всемирное \движение сторонников мира τό παγκόσμιο κίνημα τῶν ὁπαδών τής είρήνης· \движение сопротивления τό κίνημα τής ἀντίστασης·
    3. (транспорта и т. п.) ἡ κυκλοφορία, ἡ κίνηση [-ις]:
    автомобильное \движение ἡ κυκλοφορία τῶν αὐτοκινήτων у́личное \движение ἡ κυκλοφορία, ἡ τροχαία κίνηση· правила уличного \движениея οἱ διατάξεις τής τροχαίας· железнодорожное \движение ἡ κίνηση τῶν σιδηροδρόμων \движение судов ἡ κυκλοφορία σκαφών.

    Русско-новогреческий словарь > движение

  • 20 ход

    ход
    м
    1. (движение) ἡ κίνηση [-ις], ἡ πορεία, τό βάδισμα/ ἡ λειτουργία (механизма)/ ἡ ταχύτητα [-ης] (скорость):
    \ход поезда ἡ κίνηση τοῦ τραίνου· \ход поршня ἡ κίνηση τοῦ ἐμβόλου, ἡ λειτουργία μηχανής· задний \ход κίνηση προς τά ὁπίσω, ὅπισθεν тихий \ход ἡ μικρή ταχύτητα· полный \ход μεγάλη ταχύτητα, ὁλοταχώς· холостой \ход тех. ἡ κίνηση στά ἄδεια· на гу́сеничном \ходу́ ἀλυσσοφόρος· пять часов \ходу πέντε ὠρες δρόμος, πέντε ὠρες πορείας· дать задний \ход κάνω ὅπισθεν убавить (замедлить) \ход ἐλαττώνω τήν ταχύτητα· прыгать на \ходу πηδώ ἐν κινήσει·
    2. (развитие, течение) ἡ ἐξέλιξη [-ις], ἡ πορεία:
    \ход мыслей ἡ πορεία τών συλλογισμών \ход болезни ἡ πορεία τής ἀσθένειας· \ход вещей ἡ ἐξέλιξη (или ἡ πορεία) τών πραγμάτων в \ходе бо́я στήν πορεία τής μάχης· в \ходе переговоров στήν πορεία τῶν διαπραγματεύσεων
    3. (вход, проход) ἡ είσοδος:
    парадный \ход ἡ κυρία είσοδος· черный \ход ἡ είσοδος τής ὑπηρεσίας, ἡ πίσω πόρτα· потайной \ход ἡ μυστική πόρτα·
    4. (в игре) ἡ κίνηση (в шахматах и т. ἡ.)/ ἡ σειρά (в картах):
    ваш \ход ἡ σειρά σας νά παίξετε· ◊ на \ходу́ (попутно, мимоходом) στό πόδι, στά ὅρθια· с ходу разг στά πεταχτά, στά γρήγορα, διά μιας· быть в \ходу κυκλοφορώ, εἶμαι σέ χρήση· эти товары в большом \ходу́ αὐτά τά ἐμπορεύματα ἔχουν μεγάλη πέραση· пойти́ в \ход καταναλώνομαι, ἔχω ζήτηση· пустить в \ход а) (машину и т. ἡ.) βάζω μπρος, βάζω σέ κίνηση, θέτω είς κίνησιν, б) перен βάζω σέ ἐνέργεια· пустить в \ход все средства βάζω σέ ἐνέργεια ὅλα τά μέσα· дать \ход делу βάζω μπρος τήν ὑπόθεση· не давать \ходу кому́-л. δέν ἀφήνω ήσυχο κάποιον дела иду́т полным \ходом οἱ δουλειές εἶναι στή φούρια τους· знать все \ходы и выходы ξέρω ὅλες τίς πόρτες καί τά παραπόρτια

    Русско-новогреческий словарь > ход

См. также в других словарях:

  • κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνηση — η 1. η μεταβολή θέσης, κίνημα, σάλεμα: Έκανε μια αντανακλαστική κίνηση. 2. ο τρόπος κατά τον οποίο κινείται κάτι: Η χορεύτρια έκανε χαριτωμένες κινήσεις. 3. κυκλοφορία τροχοφόρων, πεζών κ.ά.: Υπάρχει μεγάλη κίνηση στο δρόμο αυτό. 4. δράση,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνηση Χάιμλιχ — (Heimlich). Επείγουσα διαδικασία για να εκβληθεί ένα ξένο σώμα το οποίο φράσσει την αναπνευστική οδό ενός ατόμου και να αποκατασταθεί η αναπνοή. Η κίνηση προκαλεί τεχνητό βήχα, με την οποία ο παθών μπορεί να αποβάλει το αντικείμενο που φράσσει… …   Dictionary of Greek

  • αρμονική κίνηση — Κίνηση ενός υποκειμένου σε ελαστική δύναμη σημείου γύρω από το σημείο ισορροπίας του. Η α.κ. μπορεί να οριστεί ακόμα και ως κίνηση που εκτελεί στη διάμετρο ενός κύκλου η προβολή ενός σημείου, το οποίο κινείται ομαλά στην περιφέρειά του. Πρόκειται …   Dictionary of Greek

  • κινήση — κῑνήση , κίνησις motion fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινήσῃ — κῑνήσηι , κίνησις motion fem dat sg (epic) κῑνήσῃ , κινέω set in motion aor subj mid 2nd sg κῑνήσῃ , κινέω set in motion aor subj act 3rd sg κῑνήσῃ , κινέω set in motion fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μπράουν, κίνηση του- — Αδιάκοπη και άτακτη κίνηση λεπτότατων, αλλά ορατών στο μικροσκόπιο, σωματιδίων, που αιωρούνται σε ένα υγρό· η ονομασία προέρχεται από τον Σκοτσέζο βοτανολόγο Ρόμπερτ Μπράουν (1773 1858), ο οποίος παρατήρησε για πρώτη φορά την κίνηση αυτή το 1827 …   Dictionary of Greek

  • οπισθοδρόμηση — Κίνηση προς τα πίσω, που εκτελεί ένα οποιοδήποτε πυροβόλο όπλο. Η κίνηση αυτή οφείλεται στην ενέργεια των αέριων εκπυρσοκρότησης, που, εκτός από την εκτόξευση του βλήματος, ασκούν και μια αξονική πίεση στο κλείστρο του όπλου· αντίθετα με ό,τι… …   Dictionary of Greek

  • οικουμενισμός — Κίνηση στους κόλπους των χριστιανικών Εκκλησιών που τείνει προς μια κοινή συνεννόηση στο πεδίο της πίστης, της διδασκαλίας και της δογματικής. Η κίνηση αυτή προήλθε από τους προτεστάντες, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια διεθνής οργάνωση στις… …   Dictionary of Greek

  • κλόνηση — Κίνηση του άξονα της Γης, που εκδηλώνεται ως μία από τις συνέπειες της έλξης της Σελήνης. Όπως η κίνηση της μετάπτωσης των ισημεριών έχει ως συνέπεια τη μετάθεση της τομής του ισημερινού με την εκλειπτική κατά την ανάδρομη φορά, σε περίοδο… …   Dictionary of Greek

  • έκταση — Κίνηση άρθρωσης, κατά την οποία δύο γειτονικά οστά ευθυγραμμίζονται σε σχέση το ένα με το άλλο. Η αντίθετη κίνηση είναι η κάμψη. * * * η (AM ἔκτασις) 1. άπλωμα, τέντωμα («έκταση τών χειρών») 2. συνεκδ. μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότητα («έκταση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»